- εὐφημῇς
- εὐφημέωuse words of good omenpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐφήμης — Εὐφήμη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφήμης — εὐφημέω use words of good omen imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφημισμός — ο (ΑΜ εὐφημισμός) [ευφημίζω] 1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία 2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες… … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek